- λατύσσω
- λᾰτύσσω,A clap, strike, in [voice] Med.,
πέρδικες . . λατυσσόμενοι πτερύγεσσι Opp.C.2.430
:—[voice] Pass., Id.H.1.628.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πέρδικες . . λατυσσόμενοι πτερύγεσσι Opp.C.2.430
:—[voice] Pass., Id.H.1.628.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λατύσσω — (Α) (μέσ. παθ.) λατύσσομαι χτυπώ, προκαλώ ήχο, πάταγο («θάλασσα λατυσσομένη πτερύγεσσιν», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει εκφραστικό επίθημα ύσσω (πρβλ. αιθ ύσσω, πτερ ύσσομαι), είναι όμως άγνωστης κατά τα άλλα ετυμολ.] … Dictionary of Greek
λατύσσει — λατύσσω clap pres ind mp 2nd sg λατύσσω clap pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατυσσομένη — λατύσσω clap pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατυσσόμενοι — λατύσσω clap pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατύσσεσθαι — λατύσσω clap pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)